- λιθοεργός
- λιθο-εργός, zu Stein machend; der Steinarbeiter
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λιθοεργός — λιθοεργός, όν (Α) 1. αυτός που μεταβάλλει κάτι σε λίθο 2. το αρσ. ως ουσ. ό λιθοεργός ο λιθοξόος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) *. + εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο εργός] … Dictionary of Greek
λιθοεργόν — λιθοεργός turning to stone masc/fem acc sg λιθοεργός turning to stone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοεργούς — λιθοεργός turning to stone masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek
λιθοεργής — λιθοεργής, ές (Α) λιθοεργός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + εργής (< ἔργον), πρβλ. εν εργής, Λυκιο εργής] … Dictionary of Greek